αμαρκάριστος

αμαρκάριστος
-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει μαρκαριστεί, πάνω στον οποίο δεν είναι κεντημένα ή γραμμένα τα αρχικά γράμματα ή άλλα σύμβολα
2. (για φαγητά ή ποτά) αυτός που δεν δηλώθηκε και δεν υπολογίστηκε με μάρκα από τον υπάλληλο στο ταμείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + μαρκάρω, σε επίδραση τών παραγώγων τών ρημάτων σε ίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αμαρκάριστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει μάρκα, κεντημένο διακριτικό: Οι πετσέτες ήταν αμαρκάριστες. 2. (στο ποδόσφαιρο), αυτός που δεν εμποδίστηκε από αντίπαλο παίχτη στη μεταφορά της μπάλας: Ήταν αμαρκάριστος κι όμως αστόχησε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμάρκιαστος — η, ο [μαρκιάζω] ο αμαρκάριστος …   Dictionary of Greek

  • ασημάδευτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός τον οποίο δε σημάδεψαν, δε σκόπευσαν με το όπλο: Έριχνε ασημάδευτα, γι αυτό δε σκότωνε πουλί. 2. αυτός που δεν του έβαλαν σημάδι, αμαρκάριστος: Μερικά δέματα τα είχαν ξεχάσει ασημάδευτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”